- περιανθής
- περι-ανθής, ές, rings umher blühend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιανθής — ές, Α αυτός που έχει άνθη ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. δί ανθής, ευ ανθής] … Dictionary of Greek
περιανθεῖ — περιανθέω bloom pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιανθέω bloom pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιανθής with flowers all round masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιανθής with flowers all round masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
περιανθώ — έω, Α [περιανθής] 1. έχω ολόγυρα άνθη 2. (για τη θερμότητα) εκπέμπομαι προς όλες τις κατευθύνσεις, διαχέομαι … Dictionary of Greek